Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ο θεραπευτής και η Θεραπευτική Σχέση





Θεραπεία: Μία συν-εργατική σχέση

Η Θεραπευτική Σχέση θεωρείται το πιο βασικό στοιχείο μίας ‘’επιτυχημένης’’ θεραπείας. 

Είναι η συν-εργατική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν θεραπευτή και στον άνθρωπο που τον επισκέπτεται (θεραπευόμενος), εξαιτίας μιας δυσκολίας ή ενός προβλήματος που αντιμετωπίζει. 
Ο όρος ‘’συν-εργατική’’ δηλώνει ότι η σχέση χτίζεται ‘’από κοινού’’ από το θεραπευτή και το θεραπευόμενο. 

Η θεραπευτική σχέση είναι εστιασμένη και προσανατολισμένη στο θεραπευόμενο, με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλει στην κατανόηση από τον ίδιο των καταστάσεων της ζωής του και να αποτελέσει παράγοντα αλλαγής. Παρέχει ένα ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο ο θεραπευόμενος διερευνά, πειραματίζεται, ανακαλύπτει. Από τη μία πλευρά, η ασφάλεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει η θεραπευτική σχέση, και από την άλλη η θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητη για να δημιουργηθεί ένα κλίμα ασφάλειας. 

Ο ''χαρακτήρας'' του θεραπευτή

Ο σεβασμός, η γνώση, η ταπεινότητα, η αυθεντικότητα και η ενσυναίσθηση, αποτελούν μερικές μόνο από τις βασικές ιδιότητες ενός θεραπευτή, και είναι αυτές που διευκολύνουν, προάγουν και διατηρούν τη θεραπευτική σχέση ανάμεσα στον ίδιο και το θεραπευόμενο. 

Δεν είναι τόσο οι γνώσεις του θεραπευτή γύρω από την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις ανθρώπινες σχέσεις αυτό που έχει σημασία όταν μιλάμε για την κατάλληλη και την ιδανική θεραπευτική διαδικασία, όσο ο ‘’χαρακτήρας’’ του θεραπευτή και η ικανότητά του να δεσμεύεται και να συνδέεται θεραπευτικά με τον άνθρωπο που απευθύνεται σε αυτόν. Η προσέγγιση και ο προσανατολισμός του κάθε θεραπευτή, είτε πρόκειται για ψυχοδυναμική, συμπεριφοριστική, υπαρξιστική, συστημική, είτε για οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, δε διαδραματίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στην πορεία της θεραπευτικής διαδικασίας, όσο οι ικανότητες-ιδιότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Είναι σημαντικό για το θεραπευόμενο να γνωρίζει τη σημαντικότητα των ιδιοτήτων αυτών, όταν αναζητά θεραπευτή ή όταν έχει ήδη εμπλακεί σε μία θεραπευτική διαδικασία. 

«Γνώθι σαυτόν»

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έλκονται από το πεδίο της Ψυχολογίας ή της Ψυχικής Υγείας, ωστόσο κάποιοι έχουν να δώσουν πολλά περισσότερα στο πεδίο της ακαδημαϊκής κοινότητας ή σε αυτό της έρευνας, σε σχέση με το πεδίο της ψυχοθεραπείας. Είναι σημαντικό ο κάθε θεραπευτής να διέπεται από το λεγόμενο «γνώθι σαυτόν», που κάθε χρονική στιγμή μπορεί να δώσει απαντήσεις σε σχέση με τις ‘’ποιότητες’’ εκείνες που πρέπει να χαρακτηρίζουν έναν θεραπευτή. 

Η δέσμευση του θεραπευτή απέναντι στον πελάτη του, η άνεση που μπορεί να νιώθει ο πελάτης με το θεραπευτή ώστε να εκφράσει τις σκέψεις, τις δυσκολίες και τα συναισθήματά του, αλλά και η εμπιστοσύνη απέναντί του ώστε να μοιραστεί προσωπικές πληροφορίες,  η ενεργητική ακρόαση, η αυθεντική στάση και το γνήσιο ενδιαφέρον του θεραπευτή, αποτελούν μερικές σημαντικές πτυχές της θεραπευτικής διαδικασίας. 

Θεραπεία: Επιτυχημένη ή αποτυχημένη; 

Επιπλέον, ο κάθε θεραπευτής δεν μπορεί να είναι κατάλληλος για κάθε πελάτη και το αντίστροφο. Είναι σημαντικό, και ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος να γνωρίζουν την αξία και τη δύναμη της σχέσης. Αν η θεραπευτική σχέση λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προάγει την ευημερία και την επίλυση των προβλημάτων και αυτό γίνεται εμφανές, τότε θα πρέπει να συζητάται στο θεραπευτικό πλαίσιο. Η συζήτηση αυτή μπορεί να αποτελέσει την αρχή για τη θεραπευτική, πια, λειτουργία της σχέσης, ή μπορεί να οδηγήσει στον τερματισμό και τη λήξη της ‘’συν-εργασίας’’. Ακόμα και αυτό όμως, αποτελεί κομμάτι της θεραπευτικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει. Οποιαδήποτε εξέλιξη θα πρέπει να νοηματοδοτείται με βάση το πλαίσιο (θεραπευτικό στην περίπτωση αυτή) στο οποίο λαμβάνει χώρα. Σύμφωνα με αυτό, δεν υπάρχει επιτυχημένη και αποτυχημένη θεραπεία. Μία προγραμματισμένη συνεδρία που ποτέ δεν έγινε, μία συνεδρία που ακυρώθηκε, μία θεραπευτική ‘’συν-εργασία’’ που τερματίστηκε, αποτελούν όλα κομμάτια του πλαισίου και της θεραπευτικής σχέσης, και έχουν κάποιο νόημα μέσα στο θεραπευτικό σύμπαν. 





Διαδικτυακή Πηγή:
Robert Morse E-therapy Blog, ''The importance of the Therapeutic Relationship'' (http://rmetherapy.wordpress.com/2010/12/13/the-importance-of-the-therapeutic-relationship/)

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Η ταμπέλα των ‘’Κρίσεων Πανικού’’: Εγώ και οι άλλοι




 Ένας άλλος τίτλος για το κείμενο που ακολουθεί, θα μπορούσε να είναι και ο εξής: ‘’Διαταραχή Πανικού: Η διαταραχή του 21ου αιώνα’’. Πράγματι, είναι τεράστια η εξοικείωσή μας με την έννοια των ‘’κρίσεων πανικού’’, αλλά και με τα συμπτώματά τους. Τι είναι όμως οι κρίσεις πανικού;

Βασικό χαρακτηριστικό τους αποτελούν οι επαναλαμβανόμενες απροσδόκητες Προσβολές Πανικού, που συνοδεύονται για τουλάχιστον ένα μήνα ή περισσότερο από επίμονη ανησυχία (άγχος) του ατόμου μήπως του ξανασυμβεί κάποια Προσβολή Πανικού, από ανησυχία και στενοχώρια για τις επιπτώσεις ή τις συνέπειες των προσβολών (π.χ. μήπως πεθάνει από καρδιά, μήπως τρελαθεί κτλ.) ή από σημαντική αλλαγή της συμπεριφοράς που σχετίζεται με τις προσβολές (π.χ. παραίτηση από τη δουλειά του) (Μάνος, 1997).

Πρόκειται για μία προσβολή έντονου φόβου (πανικού), δυσφορίας και εσωτερικής έντασης, όπου εμφανίζονται διάφορα σωματικά συμπτώματα και επικρατεί μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής. Η Κρίση Πανικού ‘’μιμείται’’ πολλές οργανικές διαταραχές, οπότε το άτομο επισκέπτεται πολλούς γιατρούς και κάνει πολυάριθμες εξετάσεις, έως ότου η ιδέα ότι πρόκειται για Διαταραχή Πανικού έρθει στο μυαλό του γιατρού ή του ‘’ασθενή’’ (Μάνος, 1997).

Το άτομο που υφίσταται μία ή περισσότερες κρίσεις πανικού αναπτύσσει το φόβο ότι αυτό θα ξανασυμβεί. Ως αποτέλεσμα αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις όπου η πιθανότητα να συμβεί κάποια προσβολή πανικού του δημιουργεί έντονο φόβο, ιδιαίτερα αν πρόκειται για καταστάσεις που συνοδεύτηκαν από κάποια προσβολή πανικού στο παρελθόν. Ο έντονος αυτός φόβος, έχει περιγραφεί με τον όρο ‘’αγοραφοβία’’, επειδή συνοδεύει κυρίως καταστάσεις, όπως είναι οι επισκέψεις στα μαγαζιά ή την αγορά γενικότερα. Ωστόσο αυτό που κυρίως φοβάται το άτομο είναι η κατάσταση κατά την οποία θα βρίσκεται μακριά από την πηγή ασφάλειάς του. Ως αποτέλεσμα, αποφεύγει να πηγαίνει μόνο του σε δημόσιους χώρους ή να ταξιδεύει, και σταδιακά, ζητά όλο και περισσότερο τη συνοδεία κάποιου ‘’συντρόφου’’ (Μάνος, 1997).


Σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορούμε να πούμε πως οι άνθρωποι που βιώνουν τα συμπτώματα που περιγράφονται παραπάνω, λαμβάνουν τη διάγνωση της ‘’διαταραχής πανικού’’ και χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής. Με την έννοια αυτή, εστιάζουμε στο οργανικό υπόβαθρο του προβλήματος. Η φαρμακευτική αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα ως προς την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Τι γίνεται όμως όταν το άτομο σταματά να λαμβάνει την αγωγή αυτή;

Η έντονη απελπισία και το απόλυτο αδιέξοδο που συνδέονται με τις κρίσεις, οι οποίες περιγράφεται ότι ‘’δε σταματούν ποτέ’’ και ‘’συνέχεια επιστρέφουν’’,  οδηγεί τα άτομα στη σκέψη ότι η λήψη φαρμάκου αποτελεί τη μοναδική λύση για την αντιμετώπισή τους. Μπορεί όμως η φαρμακευτική αγωγή να οδηγήσει στην αντιμετώπιση της ‘’ρίζας’’ του προβλήματος; Με τη φαρμακευτική αγωγή το πρόβλημα αντιμετωπίζεται ή απλά ‘’σκεπάζεται’’;

Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα, αν δεν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο εμφανίζεται ή/ και διατηρείται στη ζωή μας; Γιατί μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Τι κάνουμε για να το αντιμετωπίσουμε; Τι κάνουν οι άλλοι κάθε φορά που το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται;

Αν απομακρυνθούμε από την οπτική που δίνει έμφαση στα συμπτώματα και στην παθολογία του ατόμου, θα σταματήσουμε να βλέπουμε το πρόβλημα μόνο από τη μία του πλευρά, δηλαδή θα σταματήσουμε να απομονώνουμε το πρόβλημα από το περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζεται. Η αλλαγή αυτή στην εστίαση, και η μετατόπισή μας από τα συμπτώματα στο περιβάλλον όπου αναδύονται τα συμπτώματα, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και των προβλημάτων που δημιουργούν στο άτομο.

Μπορεί να περιγράφεται μία συγκεκριμένη συμπτωματολογία για την διαταραχή των κρίσεων πανικού, ωστόσο ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται, διαφέρει από άτομο σε άτομο. Επιπλέον, διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο το κάθε άτομο (ή το οικείο περιβάλλον του) ξεχωριστά, ερμηνεύει τη δυσκολία που βιώνει. Τέλος, ο λόγος για τον οποίο εμφανίζονται οι κρίσεις πανικού, μπορεί να είναι διαφορετικός από το λόγο για τον οποίο διατηρούνται.

Δεδομένου ότι ο κάθε άνθρωπος κουβαλά τη δική του μοναδική, προσωπική ιστορία, ζει μέσα σε ένα μοναδικό περιβάλλον και έχει το δικό του μοναδικό τρόπο να βλέπει τα πράγματα, το νόημα της εμφάνισης των συμπτωμάτων θα ήταν διαφορετικό στην κάθε περίπτωση. Επομένως, διαφορετικός θα ήταν και ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίζονταν τα συμπτώματα.

Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται σκόπιμο να αναζητάται η συνθήκη η οποία συμβάλει στη δημιουργία ή τη διατήρηση του προβλήματος. Όπως επίσης και η συνθήκη μέσα στην οποία τα συμπτώματα απουσιάζουν.

Η θεραπευτική σχέση μπορεί να είναι το μέσο για την αναζήτηση αυτή. Το θεραπευτικό πλαίσιο αποτελεί ένα ασφαλές πλαίσιο, μέσα στο οποίο το άτομο μπορεί να σταδιακά να δει τη λειτουργία και το ρόλο των κρίσεων στη ζωή του. Μιλώντας, όχι μόνο για συμπτώματα, αλλά και για σχέσεις και γεγονότα της ζωής του, το άτομο σταματά να βλέπει τις κρίσεις σαν ένα φαινόμενο ανεξήγητο, απροσδόκητο και ανεξέλεγκτο.

Η διαφορετική ματιά στο πρόβλημα συνδέεται με μία διαφορετική ματιά ολόκληρης της ζωής. Γιατί κάπου μέσα στις σχέσεις ‘’τοποθετείται’’ το πρόβλημα και δεν μπορεί να απομονωθεί από αυτές. Γιατί δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα πρόβλημα, αν δεν αναφερθεί στις σχέσεις και στα γεγονότα της ζωής του. 










Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Σχολική φοβία: Στρέφοντας το βλέμμα από το παιδί... στις σχέσεις.





Τι εννοούμε με τον όρο «σχολική φοβία»;

Η σχολική φοβία περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1941 από την Αμερικανίδα ψυχίατρο Adelaide Johnson, και για πολλά χρόνια ερμηνευόταν κυρίως ως συνέπεια της σχέσης εξάρτησης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Αργότερα, κατά τη διάρκεια εξέλιξης της επιστήμης, μελετήθηκαν και άλλες παράμετροι του φαινομένου αυτού.

Γενικά, ο όρος φοβία κατά τον  Martin Herbert, καθηγητή  της ψυχολογίας  του Πανεπιστημίου Leicester  της Αγγλίας,  αποτελεί έναν διαγνωστικό όρο  που περιγράφει τον έντονο και παράλογο φόβο, που συνήθως στρέφεται προς κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα ή κατάσταση στο περιβάλλον.

Ειδικότερα τώρα, ό όρος ‘’σχολική φοβία’’ περιγράφει αυτή την έντονη άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο, λόγω του έντονου και παράλογου φόβου για κάποιες πτυχές της σχολικής ζωής (Herbert, 1998).

Την ώρα που το παιδί πρέπει να πάει στο σχολείο μπορεί να παραπονιέται για πονοκεφάλους,  πόνο στο στομάχι  ή στο λαιμό, ''συμπτώματα'' που εξαφανίζονται στην περίπτωση κατά την οποία το παιδί δεν πηγαίνει στο σχολείο, αλλά επανέρχονται το πρωί της επόμενης ημέρας. Μία πρώτη ερμηνεία από το γονέα μπορεί να είναι ότι το παιδί του είναι άρρωστο, ή ότι προσποιείται ότι είναι άρρωστο καθώς μπορεί να μην έχει διαβάσει και να θέλει να αποφύγει τις συνέπειες. Ωστόσο, η ανάπτυξη της σχολικής φοβίας δε συνδέεται συνήθως με κακή απόδοση του παιδιού στο σχολείο. Αντίθετα, συμβαίνει συχνά τα παιδιά που εμφανίζουν τη συμπεριφορά αυτή να είναι επιμελείς μαθητές με καλές σχολικές επιδόσεις. Σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, το παιδί φαίνεται υγιές και ενεργητικό.

Πότε μπορεί να εμφανιστεί;

Συνήθως, η συμπεριφορά αυτή της έντονης άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο, εμφανίζεται κατά την ηλικία των 5-14 ετών. Εμφανίζεται κυρίως στα παιδιά που έχουν ξεκινήσει να πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο ή σε εκείνα της α’ τάξης του δημοτικού, ωστόσο κάποιες φορές ενδέχεται να εμφανιστεί και στο γυμνάσιο, και σε μεγαλύτερο ποσοστό στα κορίτσια απ’ ότι στα αγόρια. Η πιο συχνή εμφάνισή της σημειώνεται στη β’ τάξη του δημοτικού σχολείου, ενώ το 80% των περιπτώσεων είναι μοναχοπαίδια ή πρωτότοκα παιδιά (Herbert, 1998).


Ποιοι είναι οι λόγοι εμφάνισής της;

Κάθε δυσκολία στη ζωή ενός ανθρώπου είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Στα παιδιά συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να διερευνάται κάθε φορά το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και δυσκολίες.  Όταν οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με την επίμονη και έντονη άρνηση του παιδιού τους να πάει στο σχολείο, συνήθως εστιάζονται στην αρνητική αυτή συμπεριφορά, η οποία πολλές φορές μπορεί να συνοδεύεται από εκρήξεις θυμού και επιθετικότητα, και αντιδρούν με μαλώματα και τιμωρίες.
  
Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι σημαντικό να διερευνηθεί το ενδεχόμενο αρνητικών συνθηκών στο πλαίσιο του σχολείου και της σχολικής τάξης, καθώς οι κακές σχέσεις με τους συνομηλίκους ή ένας αυστηρός ή/ και απορριπτικός δάσκαλος, αποτελούν συνθήκες που προκαλούν άγχος στο παιδί και κατ’ επέκταση την άρνησή του να πάει στο σχολείο.

Από την άλλη πλευρά, μία έντονη άρνηση από την πλευρά του παιδιού που παίρνει τη μορφή φοβίας, μπορεί να συνδέεται σε σημαντικό βαθμό, με κάποιες αλλαγές στο πλαίσιο της οικογένειας. Τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να αποτελούν γεγονότα όπως είναι ο ερχομός ενός δεύτερου παιδιού στην οικογένεια, ή κάποια πιεστικά και δύσκολα- συναισθηματικά-  γεγονότα για το παιδί, όπως για παράδειγμα οι διαπροσωπικές δυσκολίες και συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς ή ένα διαζύγιο ανάμεσά τους, οι πιθανές οικονομικές δυσκολίες, η ασθένεια ή ο θάνατος κάποιου αγαπημένου προσώπου.

Σε κάθε περίπτωση κρίνεται σκόπιμο οι γονείς να αμφισβητούν το ατομικό-οργανικό υπόβαθρο της συμπεριφοράς του παιδιού του, και να προσπαθήσουν να νοηματοδοτήσουν τη φοβική συμπεριφορά του παιδιού τους. Είναι σημαντικό να σκεφτούν σχετικά με το πώς οι υπάρχουσες συνθήκες στην οικογένεια, μπορεί να σχετίζονται με την εμφάνιση ή τη διατήρηση της φοβία, ή γενικότερα μιας δυσκολίας ή ενός προβλήματος στο παιδί.

Η απόδοση νοήματος στη συμπεριφορά ή το πρόβλημα του παιδιού, σημαίνει ότι οι γονείς σταματούν να σκέφτονται και να μιλούν γι’ αυτό σαν να είναι ένα ‘’ατομικό πρόβλημα’’ ή ένα πρόβλημα που τοποθετείται ‘’μέσα στο παιδί’’. Η απόδοση νοήματος στο σύμπτωμα του παιδιού, οδηγεί τους γονείς να μιλήσουν για τις σχέσεις στην οικογένειά τους. Η απόδοση νοήματος σε μια δυσκολία ή ένα πρόβλημα, που φαίνεται ‘’ατομικό’’ αποτελεί μια προσπάθεια κατανόησης από την πλευρά των γονέων του τρόπου με τον οποίο το πλαίσιο (δηλαδή οι σχέσεις, οι συμπεριφορές, η επικοινωνία και τα συναισθήματα στην οικογένεια) ‘’γεννά’’ το σύμπτωμα.

Ο ‘’φόβος’’ του σχολείου μπορεί να μεταφραστεί ως έντονη επιθυμία παραμονής στο σπίτι, δίπλα στους γονείς, και άρα ως μία προστατευτική συμπεριφορά απέναντι στους γονείς.

Δεδομένου ότι η είσοδος του παιδιού στη σχολική ζωή σηματοδοτεί μία νέα φάση στον κύκλο ζωής της οικογένειας, η οποία φέρνει αλλαγές στο επίπεδο της καθημερινότητας, των συνηθειών και των σχέσεων (το παιδί λείπει περισσότερες ώρες από το σπίτι, η μητέρα είναι περισσότερο ελεύθερη να επιστρέψει στη δουλειά της αν δεν το έχει κάνει ως τώρα, το παιδί δημιουργεί σχέσεις έξω από το σπίτι), και δεδομένου ότι οι αλλαγές αυτές δεν είναι πάντα εύκολες και ανώδυνες για τις οικογένειες, η ‘’προσφυγή’’ του παιδιού στο σύμπτωμα της σχολικής φοβίας μπορεί να αποτελεί έναν τρόπο να διατηρούνται σταθερές οι παλιές συνήθειες, επιτρέποντας σε ολόκληρη την οικογένεια να συνεχίσει να λειτουργεί όπως λειτουργούσε και προστατεύοντας τα μέλη της από τη βίωση δύσκολων συναισθημάτων στην οποία οδηγεί κάθε μετάβαση από ένα αναπτυξιακό στάδιο στο επόμενο. Μέσω της ανάδυσης του συμπτώματος της φοβίας το παιδί παραμένει στο σπίτι, η μητέρα φροντίζει το παιδί της ‘’μέχρι να γίνει καλά’’, κάθε αλλαγή και μετάβαση ‘’αναβάλλεται’’ και, τελικά, η ισορροπία που απειλήθηκε διατηρείται σταθερή.


Η πορεία προς την αντιμετώπιση του συμπτώματος

Συνήθως η εμφάνιση μιας δυσκολίας στο παιδί, είναι αυτή που κάνει τους  γονείς  να αναζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού. Έρχονται σε θεραπεία με το αίτημα, είτε  να βοηθηθεί το παιδί τους ώστε να μην εμφανίζει πια τη φοβία, είτε να βοηθηθούν οι ίδιοι ώστε να βοηθήσουν το παιδί τους. Οι τελευταίοι είναι και η ομάδα εκείνη των γονέων που έχουν αντιληφθεί ότι η δυσκολία του παιδιού τους συνδέεται και με δυσκολίες στις σχέσεις των μελών της οικογένειας μεταξύ τους.

Η αντιμετώπιση ξεκινάει από τη στιγμή που οι γονείς στρέφουν το βλέμμα τους από το παιδί, στις σχέσεις στην οικογένειά τους. Αυτή η διαδικασία συμβαίνει σταδιακά. 
Οι γονείς, μιλώντας για τις δυσκολίες του παιδιού τους, σταδιακά αρχίζουν να μιλούν για τις δικές τους δυσκολίες. Καταλαβαίνουν ότι δεν είναι δυνατό να μιλήσουν για το παιδί τους χωρίς να μιλήσουν για τους ίδιους. Ότι δεν είναι δυνατό να αναφερθούν στις δυσκολίες του παιδιού τους, χωρίς να αναφερθούν στις δυσκολίες τις δικές τους και ολόκληρης της οικογένειας. 
Σταδιακά κατανοούν ότι η ‘’δυσλειτουργία’’ και το πρόβλημα, δε βρίσκεται στο παιδί αλλά κάπου στο ''μεταξύ'' τους. 



Η εικόνα των παιδιών με φοβία για το σχολείο μπορεί να έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το γιατί το κάθε παιδί μπορεί να εμφανίσει τη φοβία αυτή, διαφέρει από παιδί σε παιδί, και από οικογένεια σε οικογένειαΚάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, όπως μοναδικό και ξεχωριστό είναι το κάθε παιδί και η κάθε οικογένεια.