Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

''Εγώ'' ή ''εμείς''; Από τη συγχώνευση στη διαφοροποίηση.



Διαφοροποίηση: Μία έννοια σημαντική. Μία διαδικασία απαραίτητη για την ισορροπία και την προσωπική μας εξέλιξη.

Πολλά από τα προβλήματα και τις καθημερινές μας δυσκολίες πηγάζουν από τη μη διαφοροποίησή μας... από ανθρώπους, ιδέες συστήματα σχέσεων.

Μη διαφοροποίηση, ή αλλιώς ‘’συγχώνευση’’. Μια κατάσταση που, υπό ορισμένες συνθήκες εξυπηρετεί τη μετάβασή μας στη διαφοροποίηση, ενώ υπό κάποιες άλλες τη δυσκολεύει.  


Η συνθήκη της σχέσης ‘’μητέρας-βρέφους’’

Κατά τις πρώτες μέρες ή και μήνες που ακολουθούν τη γέννηση ενός βρέφους, είναι σαν μητέρα και βρέφος να είναι μία αδιάσπαστη μονάδα.  
Το βρέφος περιμένει τη μητέρα του να καλύψει τις ανάγκες του, να ανταποκριθεί κάθε φορά που της το ζητά με το κλάμα του, να το φροντίσει, να το κανακέψει, να το αγκαλιάσει. Να αγκαλιάσει το σώμα του και την ψυχή του. Ένα βρέφος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη μητέρα του. Είναι σαν να συγχωνεύεται σε αυτή τη σχέση για να μπορέσει να μεγαλώσει. Η μητέρα από την άλλη πλευρά, καλείται να είναι εκεί, ‘’τροφός’’, ενεργό μέλος αυτής της σχέσης, που χαρακτηρίζεται από τη συνεχή παρουσία της και το αδιάκοπο και επαναλαμβανόμενο ‘’δόσιμό’’ της στο μωρό της. Το βρέφος λαμβάνει αυτή τη συνεχή παροχή φροντίδας, ώσπου σταδιακά  να διαφοροποιηθεί από αυτή.


Η συνθήκη του έρωτα

Μοιάζει με τη συνθήκη της πρώιμης σχέσης μητέρας-βρέφους. 
Στα πρώτα στάδια της συνάντησης δύο ανθρώπων σε μία ερωτική σχέση, ο ένας τροφοδοτεί τον άλλον μέσα από την έντονη και αδιάκοπη αναζήτησή του. Είναι σαν να χάνεται για λίγο η ατομικότητα του καθενός. Είναι σαν η συγχώνευση να είναι ο μόνος τρόπος για να εκπληρωθεί ο έρωτας ανάμεσά τους. Είναι αυτό που ‘’δύο άνθρωποι γίνονται ένα’’, γιατί μόνο έτσι μπορούν να απαντήσουν στο έντονο συναισθηματικό δέσιμο και στο απόλυτο ‘’δόσιμο’’ που τους καλεί ο έρωτας. Σταδιακά, όσο η σχέση προχωρά, τα άτομα διαφοροποιούνται και ορίζουν εκ νέου τη θέση τους μέσα στη σχέση.  

Συγχώνευση... Μία υγιής διαδικασία αν σκεφτεί κανείς συνθήκες όπως οι παραπάνω. Ένα κομμάτι της εξελικτικής διαδικασίας  και του μεγαλώματος. Ένα κομμάτι του παζλ, χωρίς το οποίο το παζλ δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί.

Τι γίνεται όμως όταν η συγχώνευση οδεύει προς το να κρατήσει για πάντα; Τι γίνεται όταν κάτι σε κρατάει και σε κάνει να νιώθεις ότι δεν προχωράς, δε φεύγεις, δε διαφοροποιείσαι, δεν είσαι αυτός που θα ήθελες να είσαι, δεν είσαι εσύ; 

Όταν κάτι σε κρατάει κοντά, πολύ κοντά, ασφυκτικά κοντά σε ανθρώπους ή σε ‘’συστήματα’’ ανθρώπων; Όταν νιώθεις ότι θέλεις να φύγεις για να ‘’απεγκλωβιστείς’’, αλλά κάτι σε κρατάει; Όταν νιώθεις ότι, με κάποιο τρόπο, έχεις εγκλωβιστεί μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων και η θέση που σου έχει οριστεί μέσα σε αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα;

Μία θέση που σου δινόταν απλόχερα κάθε φορά που την επέλεγες, και που έλεγες ‘’ναι’’ σε αυτή κάθε φορά που σου δινόταν. 
Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, ‘’παγιώθηκες’’ σ’ αυτή τη θέση. 
Και τώρα τα πάντα υπάρχουν με τρόπο τέτοιο... σαν να μην είναι δυνατόν να υπάρξεις ως ξεχωριστό πρόσωπο, με τη δική σου προσωπικότητα, τα δικά σου ‘’θέλω’’, τις δικές σου προτιμήσεις, τις δικές σου σκέψεις, τα δικά σου συναισθήματα, τις δικές σου επιλογές... το δικό σου ‘’προσωπικό στυλ’’ για τη ζωή. 
Σαν να απορροφήθηκες. Σαν να ενσωματώθηκες. 
Σαν να μην μπορεί να υπάρξει το δικό σου ‘’εγώ’’.  
Σαν το ‘’εγώ’’ να θυσιάζεται στο βωμό του ‘’εμείς’’, της ‘’αγάπης’’ και του ‘’συναισθηματικού δεσίματος’’. 
Σαν το ‘’εμείς’’ να υπάρχει σε προτεραιότητα έναντι του ‘’εγώ’’.  
Σαν η φροντίδα του ‘’εγώ’’ να ζητάει την άδεια του ‘’εμείς’’...


Η προσωπική ολοκλήρωση, η προσωπική εξέλιξη, το μεγάλωμα ή όπως αλλιώς μπορούμε να το πούμε, κάθε άλλο παρά μέσα σε αυτή την ‘’ενσωμάτωση’’ βρίσκεται. Βρίσκεται κάπου αλλού. Όχι στη σύγκριση και τη συνεχή αντιπαράθεση ανάμεσα στο ‘’εγώ’’ και το ‘’εμείς’’.

Όταν μπορέσει κανείς να προσφέρει το ‘’εγώ’’ του στο ‘’εμείς’’, χωρίς να νιώθει ότι το θυσιάζει, ίσως τότε να έχει κάνει ένα πρώτο βήμα προς τη ‘’χρυσή τομή’’. Ίσως τότε το ‘’εγώ’’ να έχει διαφοροποιηθεί.


‘’Οι ομοιότητες φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, ενώ οι διαφορές τους κρατούν μαζί’’.

Όταν συγχωνευόμαστε, είναι σαν να εστιάζουμε στις ομοιότητές μας. Με αυτή την έννοια, ίσως κάθε σχέση να ξεκινάει με μία συγχώνευση. Ένα βήμα προς τη συνύπαρξη μέσα από τη διαφοροποίηση, είναι το να δούμε τις διαφορές μας. Να εστιάσουμε σε αυτές. Αυτό πάντα έχει μία δυσκολία. Γιατί οι διαφορές, σε ένα πρώτο, ενστικτώδες επίπεδο, μπορεί να είναι πηγή απομάκρυνσης και χωρισμού.

Η διαφοροποίηση φοβίζει. Απειλεί. 
Μπορεί να ερμηνεύεται ως ‘’εγκατάλειψη’’. 

Γιατί όταν διαφοροποιείσαι σημαίνει ότι διασχίζεις το δικό σου μονοπάτι. Σημαίνει ότι δημιουργείς τη δική σου πορεία, άρα παύεις να ακολουθείς αυτόν που ακολουθούσες ως τώρα.




Η διαφοροποίηση μπορεί να σημαίνει πολλά...

Το να μπορείς να νοιάζεσαι  γνήσια και ειλικρινά για τους άλλους, χωρίς να νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις τα πάντα γι’ αυτούς.

Να παρατηρείς ότι οι άλλοι συχνά σε καλούν να κάνεις τα πάντα γι’ αυτούς για να τους δείχνεις την ‘’αγάπη’’ σου, και την ίδια στιγμή να μπορείς να λες ‘’όχι’’ χωρίς να νιώθεις ότι κινδυνεύεις να ‘’κατηγορηθείς’’ ότι δεν τους νοιάζεσαι, δεν τους αγαπάς, τους εγκαταλείπεις, ή ό, τι άλλο μπορούν να επικαλεστούν για να δείξουν την απογοήτευσή τους.

Να μπορείς να ξεχωρίζεις τα ''μαζί''. Να δίνεις έμφαση, όχι σε εκείνο που επιλέγεις επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή, αλλά στο ‘’διαφοροποιημένο μαζί’’. Σε εκείνο που σε απελευθερώνει και δε σε υποτάσσει. Σε εκείνο που έχει προκύψει από τη διαφοροποίηση, όχι από τη συγχώνευση.

Να μπορείς να δεσμεύεσαι συναισθηματικά, χωρίς να φοβάσαι ότι θα ‘’απορροφηθείς’’... ότι δε θα υπάρχεις ως ''εσύ''.

Να μπορείς να λες ‘’εγώ’’, χωρίς να φοβάσαι ότι θα ακουστεί εγωιστικό.

Να μπορείς να βρίσκεσαι τόσο μακριά, όσο και κοντά... απόσταση που σε βοηθά να φροντίζεις το ''εμείς'', μέσω της φροντίδας του ''εγώ'' σου.

Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να βρίσκεται στις δύο θέσεις ταυτόχρονα, χωρίς να νιώθεις την ανάγκη να ισορροπήσεις ανάμεσα σε αυτές...


Διαφοροποιούμαι σημαίνει αλλάζω. 

Κάθε αλλαγή προκαλεί αντιδράσεις. Αγγίζει όχι μόνο τους ανθρώπους που έχουν να αντιμετωπίσουν τη δική μας αλλαγή, αλλά κι εμάς τους ίδιους που κάνουμε το βήμα αυτό προς την αλλαγή και τη διαφοροποίηση. 

Στην πορεία προς τη διαφοροποίηση, καλούμαστε να νοηματοδοτήσουμε τις αντιδράσεις αυτές και να τις συσχετίσουμε με την αλλαγή. Να κατανοήσουμε ότι κάθε αντίδραση τείνει να μας γυρίσει πίσω, στην προηγούμενη πορεία μας, βγάζοντάς μας από τη νέα πορεία που έχουμε χαράξει. 

Όποια κι αν είναι τα συναισθήματα, ας προσπαθήσουμε να μείνουμε για λίγο με το βήμα μας μετέωρο. Με το πόδι μας στο κενό, καθώς προσπαθούμε να κάνουμε το βήμα. Ακόμα και με συναισθήματα φόβου και απειλής, μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να νιώθουμε ασφαλείς.

Και όταν πια κάνουμε το βήμα στο κενό, τότε το άγνωστο γίνεται γνωστό.  
Η απειλή που νιώθαμε, δίνει τη θέση της στην ανακούφιση. 
Ο φόβος μετατρέπεται σε ασφάλεια. 
Οι σκέψεις μας για όλα αυτά γίνονται γνώση. 
Και το βίωμα... βατήρας για το άνοιγμά μας στο μέλλον σε νέες εμπειρίες.