Η βία στα σχολεία μεταξύ μαθητών λαμβάνει
όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Αν και στην Ελλάδα
το ποσοστό της εμπλοκής των μαθητών σε περιστατικά ενδοσχολικής βίας
είναι σαφώς μικρότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Βρετανία 47%,
Γερμανία 22%, Ισπανία 20%, Ελλάδα 15%), δεν παύει να είναι ένα φαινόμενο
που ανησυχεί τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, καθώς τα κρούσματα
βίας ολοένα και αυξάνονται.
Ο όρος «ενδοσχολική βία» αναφέρεται στη συστηματική χρήση βίας και την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς από ένα ή περισσότερα παιδιά προς έναν άλλο μαθητή, με σκοπό να προκαλέσει σωματικό ή/και ψυχικό πόνο και έτσι να το υποτάξει. Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται είναι «εκφοβισμός», «θυματοποίηση» ή «bullying», όπως ορίζεται διεθνώς.
Ο σχολικός εκφοβισμός διαφοροποιείται από τις συνήθεις αταξίες, τις μικροδιαφορές που μπορεί να έχουν τα παιδιά μεταξύ τους και τις άλλες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς. Γίνεται λόγος για εκφοβισμό, όταν συνυπάρχουν τρία στοιχεία: η πρόθεση του μαθητή να προξενήσει βλάβη στο θύμα του, η εμμονή μαζί του, και, τέλος, η υπεροχή του θύτη απέναντι στο παιδί – στόχο.
Στο στόχαστρο μπαίνουν συνήθως τα οι καλοί μαθητές, τα παιδιά μεταναστών, εκείνα που είναι πιο αδύναμα και ευάλωτα και αυτά που αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τα περιστατικά βίας λαμβάνουν χώρα στα διαλλείματα, όταν δεν είναι μπροστά οι δάσκαλοι, αλλά μπορεί να επεκταθεί και έξω από τα πλαίσια του σχολικού χώρου.
Οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται ο σχολικός εκφοβισμός ποικίλουν. Ο πιο διαδεδομένος – ειδικά στις μικρότερες ηλικίες και ανάμεσα στα κορίτσια – είναι ο λεκτικός, όπου ο θύτης βρίζει και κοροϊδεύει κατ’ επανάληψη το θύμα του ή διαδίδει φήμες σε βάρος του. Πολύ συχνός είναι και ο σωματικός εκφοβισμός – που υιοθετείται περισσότερο από τα αγόρια – και αναφέρεται στην χρήση της φυσικής βίας, όπως είναι τα χτυπήματα, το σπρώξιμο, οι κλωτσιές, το φτύσιμο. Η ψυχολογική βία είναι, επίσης, ορατή ανάμεσα τους ανήλικους μαθητές, όταν ο θύτης υποβαθμίζει τις ικανότητες και τα επιτεύγματα του παιδιού – θύματος και το μειώνει, κάνοντάς το να νιώθει ανίκανο και ακόμη πιο ανήμπορο.
Άλλες μορφές εκφοβισμού είναι ο εξαναγκασμός του θύματος να απέχει από τις ομαδικές δραστηριότητες και τα παιχνίδια (αποκλεισμός), οι κλοπές ή οι καταστροφές αντικειμένων του παιδιού, ο εκβιασμός, τα προσβλητικά σημειώματα, το απρεπές λεξιλόγιο, οι άκομψες χειρονομίες. Τα τελευταία χρόνια κάνει την εμφάνισή του και ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, που στηρίζεται στη χρήση της τεχνολογίας (κινητά, Η/Υ), η οποία έχει εισβάλλει για τα καλά στη ζωή των μαθητών.
Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς σπάνια αντιλαμβάνονται το φαινόμενο. Άλλοτε γιατί το αποδίδουν σε διαμάχες των παιδιών, με τις οποίες κρίνουν σκόπιμο να μην ασχοληθούν και άλλοτε γιατί δε μαθαίνουν καν για τα συμβάντα βίας, αφού ποτέ δεν λαμβάνουν χώρα μπροστά σε ενήλικες και τα παιδιά σπάνια μιλάνε γι’ αυτά.
Η συστηματική έκθεση του παιδιού σε βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση, την κοινωνική του προσαρμογή και τις σχολικές του επιδόσεις. Πέρα από τις προφανείς συνέπειες της σωματικής βίας (πχ πόνος και τραύματα), το παιδί – θύμα βιώνει έντονο ψυχικό πόνο, που μπορεί να κυμανθεί από δυσφορία μέχρι έντονη θλίψη, η οποία μπορεί να έχει παρατεταμένη διάρκεια και να οδηγηθεί ακόμη και σε κατάθλιψη. Επιπλέον, διακατέχεται από αισθήματα άγχους, ανασφάλειας και ενοχής λόγω της αδυναμίας του να προστατέψει τον εαυτό του. Έτσι, χάνει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του.
Επίσης, μπορεί να εκδηλώσει ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. πόνος στην κοιλιά ή πονοκέφαλος), δυσκολίες συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα να μειωθεί η απόδοσή του στο σχολείο, ενώ είναι πολύ πιθανό να αναπτύξει και σχολική φοβία. Σε ακραίες περιπτώσεις μάλιστα, μπορεί να οδηγηθεί ακόμη και στην αυτοκτονία – κυρίως τα κορίτσια την περίοδο της εφηβείας.
Τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας αυξάνονται συνεχώς στο άλλοτε «ήσυχο» παραδοσιακό ελληνικό σχολείο καταδεικνύοντας την ανάγκη παρέμβασης για την καταστολή του φαινομένου και των δυσμενών συνεπειών του. Παρόλο που τα δρώμενα συμβαίνουν στο χώρο του σχολείου, οι εκπαιδευτικοί αδυνατούν να τα ελέγξουν, γεγονός που επισημαίνει την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ σχολείου - οικογένειας και επιστημόνων ψυχικής υγείας, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης και το δικαίωμα των μαθητών να φοιτούν σε ένα ασφαλές σχολικό περιβάλλον.
Γράφει η Μουρτζούκου Σοφία, Ψυχολόγος
Ο όρος «ενδοσχολική βία» αναφέρεται στη συστηματική χρήση βίας και την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς από ένα ή περισσότερα παιδιά προς έναν άλλο μαθητή, με σκοπό να προκαλέσει σωματικό ή/και ψυχικό πόνο και έτσι να το υποτάξει. Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται είναι «εκφοβισμός», «θυματοποίηση» ή «bullying», όπως ορίζεται διεθνώς.
Ο σχολικός εκφοβισμός διαφοροποιείται από τις συνήθεις αταξίες, τις μικροδιαφορές που μπορεί να έχουν τα παιδιά μεταξύ τους και τις άλλες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς. Γίνεται λόγος για εκφοβισμό, όταν συνυπάρχουν τρία στοιχεία: η πρόθεση του μαθητή να προξενήσει βλάβη στο θύμα του, η εμμονή μαζί του, και, τέλος, η υπεροχή του θύτη απέναντι στο παιδί – στόχο.
Στο στόχαστρο μπαίνουν συνήθως τα οι καλοί μαθητές, τα παιδιά μεταναστών, εκείνα που είναι πιο αδύναμα και ευάλωτα και αυτά που αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τα περιστατικά βίας λαμβάνουν χώρα στα διαλλείματα, όταν δεν είναι μπροστά οι δάσκαλοι, αλλά μπορεί να επεκταθεί και έξω από τα πλαίσια του σχολικού χώρου.
Οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται ο σχολικός εκφοβισμός ποικίλουν. Ο πιο διαδεδομένος – ειδικά στις μικρότερες ηλικίες και ανάμεσα στα κορίτσια – είναι ο λεκτικός, όπου ο θύτης βρίζει και κοροϊδεύει κατ’ επανάληψη το θύμα του ή διαδίδει φήμες σε βάρος του. Πολύ συχνός είναι και ο σωματικός εκφοβισμός – που υιοθετείται περισσότερο από τα αγόρια – και αναφέρεται στην χρήση της φυσικής βίας, όπως είναι τα χτυπήματα, το σπρώξιμο, οι κλωτσιές, το φτύσιμο. Η ψυχολογική βία είναι, επίσης, ορατή ανάμεσα τους ανήλικους μαθητές, όταν ο θύτης υποβαθμίζει τις ικανότητες και τα επιτεύγματα του παιδιού – θύματος και το μειώνει, κάνοντάς το να νιώθει ανίκανο και ακόμη πιο ανήμπορο.
Άλλες μορφές εκφοβισμού είναι ο εξαναγκασμός του θύματος να απέχει από τις ομαδικές δραστηριότητες και τα παιχνίδια (αποκλεισμός), οι κλοπές ή οι καταστροφές αντικειμένων του παιδιού, ο εκβιασμός, τα προσβλητικά σημειώματα, το απρεπές λεξιλόγιο, οι άκομψες χειρονομίες. Τα τελευταία χρόνια κάνει την εμφάνισή του και ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, που στηρίζεται στη χρήση της τεχνολογίας (κινητά, Η/Υ), η οποία έχει εισβάλλει για τα καλά στη ζωή των μαθητών.
Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς σπάνια αντιλαμβάνονται το φαινόμενο. Άλλοτε γιατί το αποδίδουν σε διαμάχες των παιδιών, με τις οποίες κρίνουν σκόπιμο να μην ασχοληθούν και άλλοτε γιατί δε μαθαίνουν καν για τα συμβάντα βίας, αφού ποτέ δεν λαμβάνουν χώρα μπροστά σε ενήλικες και τα παιδιά σπάνια μιλάνε γι’ αυτά.
Η συστηματική έκθεση του παιδιού σε βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση, την κοινωνική του προσαρμογή και τις σχολικές του επιδόσεις. Πέρα από τις προφανείς συνέπειες της σωματικής βίας (πχ πόνος και τραύματα), το παιδί – θύμα βιώνει έντονο ψυχικό πόνο, που μπορεί να κυμανθεί από δυσφορία μέχρι έντονη θλίψη, η οποία μπορεί να έχει παρατεταμένη διάρκεια και να οδηγηθεί ακόμη και σε κατάθλιψη. Επιπλέον, διακατέχεται από αισθήματα άγχους, ανασφάλειας και ενοχής λόγω της αδυναμίας του να προστατέψει τον εαυτό του. Έτσι, χάνει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του.
Επίσης, μπορεί να εκδηλώσει ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. πόνος στην κοιλιά ή πονοκέφαλος), δυσκολίες συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα να μειωθεί η απόδοσή του στο σχολείο, ενώ είναι πολύ πιθανό να αναπτύξει και σχολική φοβία. Σε ακραίες περιπτώσεις μάλιστα, μπορεί να οδηγηθεί ακόμη και στην αυτοκτονία – κυρίως τα κορίτσια την περίοδο της εφηβείας.
Τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας αυξάνονται συνεχώς στο άλλοτε «ήσυχο» παραδοσιακό ελληνικό σχολείο καταδεικνύοντας την ανάγκη παρέμβασης για την καταστολή του φαινομένου και των δυσμενών συνεπειών του. Παρόλο που τα δρώμενα συμβαίνουν στο χώρο του σχολείου, οι εκπαιδευτικοί αδυνατούν να τα ελέγξουν, γεγονός που επισημαίνει την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ σχολείου - οικογένειας και επιστημόνων ψυχικής υγείας, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης και το δικαίωμα των μαθητών να φοιτούν σε ένα ασφαλές σχολικό περιβάλλον.
Γράφει η Μουρτζούκου Σοφία, Ψυχολόγος